ρεβερέντζα

ρεβερέντζα
και ρεβεράντζα, η, Ν
εθιμοτυπική υπόκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. reverenza «υπόκλιση, σεβασμός» (< λατ. reverentia «σεβασμός» < reverens, -entis, μτχ. τού revereor «σέβομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεβερέντζα — η (λ. ιταλ.), βαθιά υπόκλιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”